συγχωρώ

συγχωρώ
συγχωρῶ, -έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, -άω, Ν [χωρῶ]
1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.)
2. επιτρέπω (α. «δεν συγχωρείται άγνοια νόμου» β. «συγχωρεῑν θάνατον ἑαυτῷ τὴν ζημίαν» — δέχομαι να είναι ο θάνατος η τιμωρία, Δείν.)
νεοελλ.
1. (το γ' εν. αορ.) σχωρέθηκε
(για πρόσ. ή πράγμ.) πέθανε, χάθηκε ή καταστράφηκε
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) συγχωρημένος και σ(υ)χωρεμένος -η, -ο
α) αυτός που πέθανε και για τον οποίο εύχεται κανείς να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του ή παραβλέπει τις αδυναμίες του, ο μακαρίτης («δεν ήταν και τόσο κακός ο συγχωρεμένος»)
β) (ειρων. για πράγμ.) αυτός που χάθηκε ή καταστράφηκε, που δεν υπάρχει πια («για το συχωρεμένο το παλτό μιλάς τώρα!»)
3. φρ. α) «Θεός σχωρέσει τα πεθαμένα σου» ή «να σ(υ)(γ)χωρεθούν τα πεθαμένα σου» — χρησιμοποιείται κυρίως από τους ζητιάνους
β) «με συγχωρείτε» — συγγνώμη
γ) «σ(υ)χώρα με κι ο θεός σχωρέσ' σου» — λέγεται από εκείνους που ζητούν συγγνώμη από όσους τους έχουν πικράνει
μσν.-αρχ.
χαρίζω χρέος (α. «ἑτέρους τινὰς δανειστὰς συγκεχωρηκέναι αὐτῷ τοὺς τόκους», Δημοσθ.
β. «ἑπτὰ... ταλάντων ὀφειλομένων αὐτῷ... συνεχώρησε», Διογ. Λαέρ.)
αρχ.
1. συνέχομαι στο ίδιο σημείο, συναντώμαι («πόντου δισσὰς συγχωρούσας πέτρας Εὐξείνου», Ευρ.)
2. συνάπτομαι, συναρμόζομαι («συγχωρεῑν ἔτερον ἑτέρῳ», Αριστοτ.)
3. κάνω τόπο, παραμερίζω, αποτραβιέμαι («φέρε νυν ἡμεῑς αὐτοῑς ὁλίγον ξυγχωρήσωμεν ἅπαντες», Αριστοφ.)
4. ενδίδω, υποχωρώ (α. «εἰ Συρηκοσίοισι ἐόντες Ἀθηναῑοι συγχωρήσομεν τῆς ἡγεμονίης», Ηρόδ.
β. «ταῑσι κατὰ τὸν βίον ἀναγκαις συγχωρεῑν», Δημόκρ.)
5. έρχομαι σε συμφωνία ή σε συμβιβασμό με κάποιον (α.»πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους ὥρμηντο ξυγχωρεῑν», Θουκ.
β. «οὐ συγχωρῶ» — αρνούμαι να συμβιβαστώ, Θουκ.)
6. (με κακή σημ.) συνεννοούμαι με κάποιον για να εξαπατήσω έναν άλλο, συμπράττω σε απάτη («μὴ συγχωροῡντας τοῑς πονηροῑς», Δημοσθ.)
7. συναινώ, συγκατανεύω («ξυγχωροῡντος Νικίου τῇ γνώμη», Θουκ.)
8. παραχωρώ κάτι στη διάρκεια συζήτησης, αποδέχομαι («ὅ καὶ πᾱς ἄν μοι συγχωρήσειε», Πλάτ.)
9. λαμβάνω κάτι ως δεδομένο, δέχομαι ότι («καὶ ἐγὼ συνεχώρησα ἀληθῆ σε λέγειν», Πλάτ.)
10. (απροσ.) συγχωρεῑ
είναι συμφωνημένο ή είναι δυνατόν να γίνει, επιτρέπεται (α. «πρὸς Λακεδαιμονίους σπονδὰς ποιησάμενοι ὅπῃ ἄν ξυγχωρῇ ἡσυχίαν ἔχειν», Θουκ.
β. «εἰ συγχωροίη» — αν θα ήταν δυνατόν, Ξεν.)
11. φρ. «συγχωρῶ λόγοις» — εκφράζω τη συμφωνία μου με λόγια, ομοφωνώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγχωρώ — 1 συγχώρησα βλ. πίν. 73 2 συγχώρεσα βλ. πίν. 76 και πρβλ. συγχωράω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγχωρώ — συγχώρησα, συγχωρήθηκα, συγχωρημένος 1. παρέχω συγνώμη: Αν δείξει ειλικρινή μεταμέλεια θα τον συγχωρήσω. – Με συγχωρείτε (συγγνώμη). 2. δεν επιτρέπω: Δε συγχωρείται τέτοιο σφάλμα. – Ο διευθυντής δε συγχωρεί στους υφισταμένους του καμία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγχωρῶ — συγχωρέω come together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συγχωρέω come together pres ind act 1st sg (attic epic doric) συγχωρέω come together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συγχωρέω come together pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρίζω — Α 1. αποχωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω 2. μετακινώ, απομακρύνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 3. συγχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χωρίζω. Η λ. με τη σημ. «συγχωρώ» αντί τού συγχωρῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • προσαφίημι — ΜΑ μσν. συγχωρώ αρχ. 1. αφήνω κάτι εναντίον κάποιου 2. παραιτούμαι από κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀφίημι «αφήνω, παραιτούμαι, συγχωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… …   Dictionary of Greek

  • συγχώρηση — η / συγχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και σ(υ)χώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α [συγχωρῶ] η ενέργεια τού συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν… …   Dictionary of Greek

  • συγχωράω — / συγχωρώ 1 συγχώρησα βλ. πίν. 58 2 συγχώρεσα βλ. πίν. 62 και πρβλ. συγχωρώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”